- σκιάγραμμα
- σκιάγράφημα τό1) силуэт; 2) эскиз, набросок; кроки;
σκιάγράφημα με μολύβι — карандашный набросок;
3) очерк;4) рентгеновский снимок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιάγράφημα με μολύβι — карандашный набросок;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιάγραμμα — το, Ν [σκιαγραφώ] το σκιαγράφημα … Dictionary of Greek